- συγχυσμός
- ὁ, Αχύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῑς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -χυσμός (< θ. χυ- τού χέω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγχυσμόν — συγχυσμός pouring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)